κογχίζω

κογχίζω
κογχ-ίζω,
A dye purple, PGrenf.2.87.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κογχίζω — (Α) βάφω κάτι ερυθρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη με σημ. «κοχύλι» που έδινε το χρώμα τής πορφύρας] …   Dictionary of Greek

  • κογχιστής — κογχιστής, ὁ (Α) [κογχίζω] ο βαφέας …   Dictionary of Greek

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”